- παρεμποδίζει
- παρεμποδίζωto be a hindrancepres ind mp 2nd sgπαρεμποδίζωto be a hindrancepres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καλσιτονίνη — Ορμόνη που παράγεται από τα παραθυλακικά κύτταρα του θυρεοειδή αδένα. Πρόκειται για ένα πεπτίδιο 32 αμινοξέων, που προκύπτει από το κόψιμο ενός μεγαλύτερου πεπτιδίου (προορμόνη), ενώ περιέχει έναν δισουλφιδικό δεσμό, ώστε το μόριο να αποκτά… … Dictionary of Greek
κυτοχαλασίνη — Ομάδα αντιβιοτικών που απομονώνονται από τους μύκητες και παρουσιάζουν μεγάλη ποικιλία δράσεων. Τα αποτελέσματα της δράσης αυτών των ουσιών είναι αντιστρεπτά και εξαφανίζονται με την απομάκρυνσή τους. Η κ. Α παρεμποδίζει τη μεταφορά γλυκόζης και… … Dictionary of Greek
άνθρακας — I (anthrax). Δίπτερο έντομο της οικογένειας των βομβυλιιδών. Πρόκειται για μεγάλη μύγα, που φτάνει σε μήκος τα 25 εκ. Έχει μαύρο σώμα με λέπια και τρίχες, πλατύ κεφάλι και προβοσκίδα που συνήθως είναι πολύ μακριά και λεπτή. Το θηλυκό γεννά τα… … Dictionary of Greek
ακτινοβολία — (αγγλ. radiation). Γενικός όρος με τον οποίο στη φυσική υποδηλώνονται τα φαινόμενα εκπομπής, διάδοσης και απορρόφησης ενέργειας από μέρους σωμάτων, με τη μορφή είτε κυμάτων (α. ηχητική, α. ηλεκτρομαγνητική) είτε σωματιδίων. Οι α. μπορούν να… … Dictionary of Greek
αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… … Dictionary of Greek
αντιαφροδισιακός — ή, ό 1. αυτός που παρεμποδίζει την εξάπλωση των αφροδίσιων νοσημάτων 2. εκείνος που ανακόπτει τη σεξουαλική δραστηριότητα … Dictionary of Greek
αντισηψία — Το σύνολο των μεθόδων που χρησιμοποιούνται για να καταστραφούν μικρόβια που προϋπάρχουν στους ζωντανούς οργανισμούς και προκαλούν τις μολύνσεις. Στη χειρουργική, η α. χρησιμοποιείται σε συνδυασμό με την προστατευτική μέθοδο της ασηψίας, που… … Dictionary of Greek
απασχόληση — Όρος που στην οικονομική γλώσσα σημαίνει την κατάσταση στην oποία βρίσκονται οι συντελεστές παραγωγής που έχουν ενταχθεί στην παραγωγική διαδικασία. Ειδικότερα, με τον όρο α. νοείται η μορφή χρησιμοποίησης των εργατικών δυνάμεων σε οικονομικές… … Dictionary of Greek
απερωεύς — ἀπερωεύς ( έως), ο (Α) [απερωέω] αυτός που προβάλλει εμπόδια, που παρεμποδίζει … Dictionary of Greek
ατροφία — Ελάττωση του όγκου των κυττάρων και κατά συνέπεια των ιστών και των οργάνων. Διακρίνεται σε φυσιολογική α., που παρατηρείται σε ορισμένα όργανα και σε ορισμένη ηλικία, και σε παθολογική α., που οφείλεται σε διαταραχή της φυσιολογικής θρέψης του… … Dictionary of Greek